Ο Βρετανός στρατιωτικός William Martin Leake(1777-1860) καταγράφει τις εντυπώσεις του από την περιοχή του Ωρωπού στο τετράτομο βιβλίο του Travels in Northern Greece (Περιηγήσεις στη Βόρεια Ελλάδα) το οποίο εκδίδει για πρώτη φορά το 1835 στο Λονδίνο.
Παρακάτω, ο Leake γράφει: «Αφήνοντας τον Κάλαμο και κατεβαίνοντας ανάμεσα στους λόφους από έναν κακό δρόμο φθάνουμε στη μεγάλη χαράδρα που έβλεπα από την κορυφή της Πάρνηθας, για την οποία λένε ότι έχει νερό όλο τον χρόνο. Η θέση αυτή ονομάζεται Μαυροδήλεσι, για να ξεχωρίζει από το Δήλεσι που βρίσκεται δυτικά του Ωρωπού…». «Στο Μαυροδήλεσι υπάρχουν πολλά αρχαία ερείπια, ιδιαίτερα θεμέλια στις απότομες πλαγιές της χαράδρας…». (Στο σημείο αυτό βρίσκεται το ιερό του Αμφιάραου) «… Στις 2:53 μπαίνουμε σε μια πεδιάδα παραθαλάσσια που φθάνει ως τις εκβολές του Ασωπού..». Έχει κατέβει μέσα από το αρχαίο μονοπάτι-δρόμο που συνέδεε το ιερό λιμάνι του Δελφινίου με το ιερό του Αμφιαράου και δυτικά του απλώνεται ο κάμπος του Μαρκοπούλου και του Ωρωπού. Κατά τη διάρκεια της περιήγησής του συναντά δύσβατες περιοχές από βλάστηση και καλλιεργημένες εκτάσεις στις πλαγιές των λόφων καθώς και οπωροφόρα δέντρα.
Συνεχίζοντας την πορεία του δυτικά φτάνει στη Σκάλα η οποία εκείνη την εποχή ονομαζόταν Άγιοι Απόστολοι εξαιτίας της εκκλησίας που υπήρχε σε αυτή τη θέση και η οποία πολλά χρόνια μετά μετονομάσθηκε σε Άγιο Ανδρέα (προς τιμή του Ανδρέα Συγγρού, όπως έγινε στο Κακοσάλεσι με τους ευεργέτες του χωριού Αντώνιο και Ανδρέα Ζυγομαλά, των οποίων το όνομα δόθηκε στην ανεγερθείσα εκκλησία στο κέντρο του χωριού) : «… εις τις 3:21 φθάνω στους Αγίους Αποστόλους. Λέγονται έτσι από μια ερειπωμένη εκκλησία. Κοντά της είναι μια καλύβα και μερικά περιβόλια με πηγάδια, που βρίσκονται πλάι στη θάλασσα στο κέντρο ενός όρμου που κλείνεται από δύο χαμηλές γλώσσες με άνοιγμα δύο μίλια περίπου…». Μέσα στη θάλασσα είδε τα λείψανα ενός αρχαίου τοίχου που θεώρησε ότι ήταν ένας αρχαίος λιμενοβραχίονας: «…Στο σημείο αυτό, μέσα στη θάλασσα διακρίνονται λείψανα ενός αρχαίου τοίχου και φαίνεται ότι είναι αρχαίος λιμενοβραχίονας…».
Οι Άγιοι Απόστολοι μετονομάσθηκαν σε Σκάλα Ωρωπού το 1855 όταν σιγά-σιγά άρχισε να σχηματίζεται ο πρώτος μικρός οικισμός γύρω από τον ξύλινο πρώτο μώλο (σκάλα) που εξυπηρετούσε το εμπόριο μεταξύ Χαλκίδας και Ερέτριας με τα χωριά του Ωρωπού και την Αθήνα.
Στον λόφο του Προφήτη Ηλία (Λομπέρδι) σύμφωνα με τον ίδιο υπήρχαν οικοδομικά λείψανα, τα οποία θεώρησε ότι ανήκαν σε κάποιο κτίσμα, το οποίο είχε αμυντική σημασία, ήταν δηλαδή ένα μικρό φρούριο φυλακτήριο: «… νότια των Αποστόλων υψώνεται ένας μοναχικός λόφος που η νοτιότερη άκρη της κορυφής του καταλήγει κωνικά. Στο λόφο βρήκα αρχαία θεμέλια μέσα σε ένα σωρό ακατέργαστες πέτρες. Φαίνεται ότι είναι τα λείψανα ενός μικρού φρουρίου ή φυλακτηρίου…». «… Το Μαρκόπουλο όπως και οι Απόστολοι ανήκουν στον Ρασίντ μπέη του Εγρίπου…» (όλη η περιοχή του Ωρωπού ανήκε τότε στον πασά της Χαλκίδας).
Το χωριό Ωρωπός την εποχή του Leake είχε παρακμάσει και οι κάτοικοι είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται στη Σκάλα. Λόγω των ερειπωμένων εκκλησιών, συμπεραίνει ότι το χωριό κατά τους μεσαιωνικούς (βυζαντινούς) χρόνους βρισκόταν σε ακμή. Στα ΝΑ του Ωρωπού, στους πρόποδες ενός λόφου, υπήρχαν αρχαίοι τάφοι και μεταξύ των κτερισμάτων βρέθηκαν πολλές αιχμές δοράτων, ορειχάλκινες λόγχες και ξύστρες. «Αφήνοντας τον λόφο και διασχίζοντας την πεδιάδα, όχι μακριά από τη δεξιά όχθη του Ασωπού φθάνουμε στις 4:37 στον Ωρωπό. Το χωριό αυτό έχει περίπου τριάντα σπίτια, έναν πύργο και το κιόσκι του Τούρκου σπαή (φοροεισπράκτορα)». Το κιόσκι αυτό διασωζόταν έως το 1938.
Συνεχίζοντας την πορεία του ο Leake γράφει «… Η πεδιάδα του Ωρωπού εκτείνεται δίπλα στη θάλασσα, από τους Αποστόλους (εννοεί τη Σκάλα), έως το χωριό Αλικούκι (Χαλκούτσι), σε απόσταση τριών μιλίων περίπου, στενεύοντας συνεχώς έως ότου καταλήξει σε γωνία, που δεν καλοδιακρίνεται από τη θάλασσα, όπου ο Ωρωπός και το Συκάμινο χωρίζονται μεταξύ τους από τον Ασωπό…»
«… Μια κορφή, νοτιοανατολικά του Ωρωπού, μοιάζει με ακρόπολη. Λείψανα τοίχων δεν φαίνονται, όμως τα νερά του περασμένου Οκτώβρη ξεσκέπασαν στους πρόποδες του λόφου αρχαίους τάφους στους οποίους, ανάμεσα στα συνηθισμένα κτερίσματα των ελληνικών τάφων, βρέθηκαν πολλές αιχμές δοράτων και λόγχες ορειχάλκινες, από τις οποίες αγόρασα μερικές από τους ντόπιους…».
Την επόμενη μέρα, φτάνει στο Συκάμινο που τότε αριθμούσε περίπου 12-15 σπίτια. Γράφει λοιπόν «…περνώντας από τον Ασωπό, φθάνουμε σε 15 λεπτά στο Συκάμινο, χωριό μικρότερο από τον Ωρωπό και με λίγα σπίτια, αν και τρεις ερειπωμένες εκκλησίες και σύγχρονα λείψανα κτισμάτων στο λόφο του χωριού, δείχνουν ότι η θέση είχε μεγαλύτερη σημασία από ότι σήμερα. Το χωριό βρίσκεται ακριβώς στο στόμιο της χαράδρας, ανάμεσα στην οποία κυλάει ο Ασωπός αφήνοντας την πεδιάδα της Τανάγρας. Η κοίτη του ποταμού είναι τώρα εντελώς ξερή. Η σημερινή ονομασία του, που στο εσωτερικό (στα πίσω χωριά) λέγεται Βουρέμι, εδώ είναι Βουριέντι» (μέχρι και πριν από 60 χρόνια μερικοί Αυλωνίτες ονόμαζαν τον Ασωπό «Βουριένι»).